καθυστερημένων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος μετοχής

καθυστερημένων

  1. γενική πληθυντικού του καθυστερημένος
  2. γενική πληθυντικού του καθυστερημένη
  3. γενική πληθυντικού του καθυστερημένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.