BSA

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία 1

  • Από τα αρχικά των λέξεων : British School at Athens.

Συντομομορφή

BSA (en) αρκτικόλεξο

  1. (αρχαιολογία) Βρετανική Σχολή Αθηνών. Βρετανικό αρχαιολογικό ινστιτούτο με δραστηριότητα στην Ελλάδα από το 1886
  2. (βιβλιογραφική παραπομπή) η ένδειξη αφορά τη δημοσίευση ελληνικών επιγραφών από τη Σχολή και ακολουθείται από τον αριθμό της επιγραφής


Ετυμολογία 2

Μοτοσυκλέτα BSA του 1939, με κινητήρα 500ων κυβ.εκ.

Συντομομορφή

BSA (en) αρκτικόλεξο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.