θώκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θώκος οι θώκοι
      γενική του θώκου των θώκων
    αιτιατική τον θώκο τους θώκους
     κλητική θώκε θώκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θώκος < αρχαία ελληνική θῶκος

Ουσιαστικό

θώκος αρσενικό

  1. το κάθισμα αξιωματούχου
  2. το αξίωμα, η θέση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.