SIG
Διαγλωσσικοί όροι
Ετυμολογία
Συντομομορφή
SIG (en) αρκτικόλεξο Sylloge Inscriptionum Graecarum
- (επιγραφική) Συλλογή Ελληνικών Επιγραφών. Πάνω από χίλιες επιγραφές από την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία, από τον 6ο αιώνα π.Κ.Ε. έως τον 6o αιώνα Κ.Ε. δημοσιευμένες με σχόλια στα λατινικά. Εκδόσεις σε τόμους (1917‑1920), επανεκδόσεις.
- (βιβλιογραφική παραπομπή) ακολουθείται από τον αριθμό επιγραφής
Συγγενικά
- IG
- CIG
- SEG Supplementum Epigraphicum Graecum
- SIG
- SIL
- και → δείτε τη λέξη επιγραφική
- www.attalus.org (αγγλικά) Σύντομη περιγραφή της Συλλογής, και Αναζήτηση. ανεύρεση:2018.08.20.
- → δείτε τη λέξη επιγραφική
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- SIG < Schweizerische Industrie Gesellschaft
Συντομομορφή
SIG (en) αρκτικόλεξο
- (κυριολεκτικά) Ελβετική Βιομηχανική Εταιρεία· ελβετική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1853 και έχει δραστηριοποιηθεί κατά καιρούς σε διάφορους τομείς, όπως οι σιδηρόδρομοι, τα όπλα και οι συσκευασίες
- → δείτε και την επωνυμία SIG Sauer
-
SIG στη γερμανική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.