θρόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θρόνος | οι | θρόνοι |
| γενική | του | θρόνου | των | θρόνων |
| αιτιατική | τον | θρόνο | τους | θρόνους |
| κλητική | θρόνε | θρόνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θρόνος < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
θρόνος αρσενικό
- το πολυτελές κάθισμα πάνω στο οποίο κάθεται ένας μονάρχης και αποτελεί ένα από τα σύμβολα της εξουσίας του
- (κατ’ επέκταση) το βασιλικό αξίωμα
- ο διάδοχος του θρόνου
- Σωτήρας του αγγλικού θρόνου ο πρίγκιπας Oυίλιαμ; (Τίτλος άρθρου της εφημερίδας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 6 Ιανουαρίου 2010)
- (κατ’ επέκταση) άλλο ανώτατο αξίωμα
- ο Οικουμενικός Θρόνος (το αξίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
θρόνος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
