εμπρησμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμπρησμός οι εμπρησμοί
      γενική του εμπρησμού των εμπρησμών
    αιτιατική τον εμπρησμό τους εμπρησμούς
     κλητική εμπρησμέ εμπρησμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμπρησμός < ελληνιστική κοινή ἐμπρησμός < αρχαία ελληνική ἐμπίμπρημι < ἐν + πίμπρημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰerw- / *bhrew (βράζω, κοχλάζω)

Ουσιαστικό

εμπρησμός αρσενικό

  • η σκόπιμη πρόκληση πυρκαγιάς
    Τη σύλληψη ενός 60χρονου Έλληνα, κατηγορούμενου για απόπειρα εμπρησμού, στον παράδρομο της νέας εθνικής οδού Αθηνών-Λαμίας, στην περιοχή της Βαρυμπόμπης, ανακοίνωσε χθες το βράδυ η ΕΛ.ΑΣ. (*)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.