καζάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καζάνι τα καζάνια
      γενική του καζανιού των καζανιών
    αιτιατική το καζάνι τα καζάνια
     κλητική καζάνι καζάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καζάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kazan + < οθωμανικά τουρκικά < παλαιά τουρκικά kazgan

Ουσιαστικό

καζάνι ουδέτερο

  1. μεταλλικό δοχείο μεγάλου μεγέθους για μαγείρεμα ή άλλες χρήσεις
  2. μεταλλικό δοχείο μεγάλου μεγέθους για αποθήκευση υγρών
  3. ατμολέβητας
  4. λέβητας απόσταξης (τσίπουρου κ.λπ.)

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.