κατσαρόλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατσαρόλα οι κατσαρόλες
      γενική της κατσαρόλας των κατσαρολών
    αιτιατική την κατσαρόλα τις κατσαρόλες
     κλητική κατσαρόλα κατσαρόλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατσαρόλα < (άμεσο δάνειο) βενετική cazzarola
μια κατσαρόλα χωρίς το καπάκι της

Ουσιαστικό

κατσαρόλα θηλυκό

  1. (κουζινικά) κυλινδρικό μεταλλικό μαγειρικό σκεύος με καπάκι και δύο λαβές για βράσιμο του φαγητού ή νερού
    ζέστανε λίγο νερό σε μια κατσαρόλα
  2. ποσότητα φαγητού ή νερού που χωράει σε ένα τέτοιο σκεύος
    ζέστανε μια κατσαρόλα νερό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.