τσίπουρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσίπουρο | τα | τσίπουρα |
| γενική | του | τσίπουρου | των | τσίπουρων |
| αιτιατική | το | τσίπουρο | τα | τσίπουρα |
| κλητική | τσίπουρο | τσίπουρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσίπουρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσίπουρον < τουρκοταταρική sepre ή τουρκική cibre· έχει προταθεί < αρχαία ελληνική σίκερα < εβραϊκά šēkār
Ουσιαστικό
τσίπουρο ουδέτερο
- (ποτό) οινοπνευματώδες άχρωμο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση και απόσταξη στέμφυλων
- ※ Με δυο τρεις ελιές και ντομάτα, η σαρδέλα ήταν ο συνηθισμένος μεζές του τσίπουρου. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
- (συνεκδοχικά) ένα ποτηράκι ή καραφάκι με τσίπουρο
- (στον πληθυντικό) τσίπουρα: τα απομεινάρια από το πάτημα των σταφυλιών και την αφαίρεση του μούστου
Συγγενικά
- τσιπουράδικο
- τσιπουράκι
- τσιπουροκατάνυξη/τσιπροκατάνυξη
- τσιπουρομεζές/τσιπρομεζές
- τσιπουρόχωμα
- τσίπρα
- τσιπροφονιάς
-
τσίπουρο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.