μαρμίτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαρμίτα | οι | μαρμίτες |
| γενική | της | μαρμίτας | — | |
| αιτιατική | τη | μαρμίτα | τις | μαρμίτες |
| κλητική | μαρμίτα | μαρμίτες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαρμίτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική marmitta < γαλλική marmite < παλαιά γαλλική marmite < marmotter (< marmonner < λατινική murmuro < murmur) + mite

μαρμίτα στη φωτιά
Ουσιαστικό
μαρμίτα θηλυκό
- (κουζινικά) είδος μετάλλινου μαγειρικού σκεύους, η χύτρα, η κατσαρόλα
- περίσσευμα φαγητού σε συσσίτιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.