καζανιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καζανιά οι καζανιές
      γενική της καζανιάς των καζανιών
    αιτιατική την καζανιά τις καζανιές
     κλητική καζανιά καζανιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καζανιά < καζάν(ι) + -ιά

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.zaˈɲa/

Ουσιαστικό

καζανιά θηλυκό

  1. η χωρητικότητα ενός καζανιού, ανά είδος
  2. η συνήθης ποσότητα φαγητού που μαγειρεύεται σ' ένα καζάνι
  3. η ποσότητα υγρού ή ατμού που χωράει ένα κλειστό καζάνι
  4. (ιδιωματικό) η ποσότητα φαγητού που μαγειρεύεται σε καζάνι(α) και μοιράζεται σε θρησκευτικές ή άλλες εκλδηλώσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.