καζανιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καζανιά | οι | καζανιές |
| γενική | της | καζανιάς | των | καζανιών |
| αιτιατική | την | καζανιά | τις | καζανιές |
| κλητική | καζανιά | καζανιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.zaˈɲa/
Ουσιαστικό
καζανιά θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καζάνι
Μεταφράσεις
καζανιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.