καζαντζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καζαντζής | οι | καζαντζήδες |
| γενική | του | καζαντζή | των | καζαντζήδων |
| αιτιατική | τον | καζαντζή | τους | καζαντζήδες |
| κλητική | καζαντζή | καζαντζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καζαντζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική kazanci +-ς < kazan (καζάνι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.zanˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ζαν‐τζής
Συνώνυμα
Συγγενικά
- Καζαντζής (επώνυμο)
Μεταφράσεις
καζαντζής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.