καζάνι που βράζει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καζάνι που βράζει < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση

καζάνι που βράζει

  • δημώδης ελληνική έκφραση περισσότερο όμως σε χρήση δημοσιογραφική. Προέρχεται από παρομοίωση του νερού που όταν πάρει βράση σε καζάνι, αρχίζει και κοχλάζει με έντονο τότε τον κίνδυνο πρόκλησης εγκαυμάτων. Λέγεται ειδικά σε περιπτώσεις λόγων, έργων ή καταστάσεων από τις οποίες εγκυμονούνται έντονες συνήθως αντιπαραθέσεις μέχρι και ένοπλες συγκρούσεις.
καζάνι που βράζει η Μέση Ανατολή κλπ.

  • το ποτήρι ξεχείλισε

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.