κάρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κάρωση | οι | καρώσεις |
| γενική | της | κάρωσης* | των | καρώσεων |
| αιτιατική | την | κάρωση | τις | καρώσεις |
| κλητική | κάρωση | καρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάρωση < αρχαία ελληνική κάρωσις < καρόω < κάρα
Ουσιαστικό
κάρωση θηλυκό
- η κατάσταση (βαθέος) ύπνου που καταλαμβάνει κάποιον
- Αλαφρή κάρωση με κυριεύει, νύστα και γλύκα, και το δειλινό, όταν πέσει ο ήλιος και φυσήξει από τη θάλασσα το αλαφρό αεράκι και σαλέψουν λίγο, δεξά ζερβά, τα μικρά καΐκια και ξεχυθούν στην παραλία τα μικρά παιδιά με το γιασεμί στο χέρι, η καρδιά μου ξεζώνεται και παραδίνεται σαν την Πάνδημη Αφροδίτη. (Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας: Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά, Ιερουσαλήμ, Κύπρος, ο Μοριάς)
- ≈ συνώνυμα: λήθαργος, νάρκωση, υπνηλία
- ≠ αντώνυμα: διέγερση, ζωντάνια
- νύστα
- (ιατρική) το τελευταίο στάδιο μιας κωματώδους κατάστασης, κατά το οποίο ο ασθενής είναι τελείως αναίσθητος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.