κακαρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κακαρώνω < μεσαιωνική ελληνική καρώνω (ναρκώνω, ζαλίζω, βυθίζω σε βαθύ λήθαργο) < αρχαία ελληνική καρῶ < κάρος, αναισθησία, νάρκη
Εκφράσεις
Συνώνυμα
- τινάζω στην έκφραση τα τίναξα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κακαρώνω
|
→ δείτε τη λέξη πεθαίνω |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.