αποκάρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκάρωση οι αποκαρώσεις
      γενική της αποκάρωσης* των αποκαρώσεων
    αιτιατική την αποκάρωση τις αποκαρώσεις
     κλητική αποκάρωση αποκαρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκαρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποκάρωση < απο- + κάρωση (νάρκωση, σκοτούρα, νυσταγμός)

Ουσιαστικό

αποκάρωση θηλυκό

  • η τάση για ύπνο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.