κωματώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κωματώδης | η | κωματώδης | το | κωματώδες |
| γενική | του | κωματώδους | της | κωματώδους | του | κωματώδους |
| αιτιατική | τον | κωματώδη | την | κωματώδη | το | κωματώδες |
| κλητική | κωματώδη(ς) | κωματώδης | κωματώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κωματώδεις | οι | κωματώδεις | τα | κωματώδη |
| γενική | των | κωματωδών | των | κωματωδών | των | κωματωδών |
| αιτιατική | τους | κωματώδεις | τις | κωματώδεις | τα | κωματώδη |
| κλητική | κωματώδεις | κωματώδεις | κωματώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κωματώδης <αρχαία ελληνική κωματώδης < κῶμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.maˈto.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐μα‐τώ‐δης
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.