αγιόκλημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγιόκλημα | τα | αγιοκλήματα |
| γενική | του | αγιοκλήματος | των | αγιοκλημάτων |
| αιτιατική | το | αγιόκλημα | τα | αγιοκλήματα |
| κλητική | αγιόκλημα | αγιοκλήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

γιαπωνέζικο αγιόκλημα
Ετυμολογία
- αγιόκλημα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἁγιόκλημα με παρετυμολογική σύνδεση προς το ἅγιος < αἰγόκλημα < αἴξ, αἰγ(ός) (κατσίκα) + -ό- + κλῆμα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈʝo.kli.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γιό‐κλη‐μα
Ουσιαστικό
αγιόκλημα ουδέτερο
- (βοτανική, λουλούδι) αναρριχητικό φυτό του γένους Lonicera με ευωδιαστά άνθη
Συνώνυμα
- αγιόφυλλο
- (αρχαία ελληνικά) περικλύμενον
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αγιόκλημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.