κάμπη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάμπη οι κάμπες
      γενική της κάμπης των καμπών
    αιτιατική την κάμπη τις κάμπες
     κλητική κάμπη κάμπες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάμπη < αρχαία ελληνική κάμπη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω) < *kh₂em- (καμπή, λύγισμα)

Ουσιαστικό

κάμπη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.