ομοιόχρονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ομοιόχρονος | η | ομοιόχρονη | το | ομοιόχρονο |
| γενική | του | ομοιόχρονου | της | ομοιόχρονης | του | ομοιόχρονου |
| αιτιατική | τον | ομοιόχρονο | την | ομοιόχρονη | το | ομοιόχρονο |
| κλητική | ομοιόχρονε | ομοιόχρονη | ομοιόχρονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ομοιόχρονοι | οι | ομοιόχρονες | τα | ομοιόχρονα |
| γενική | των | ομοιόχρονων | των | ομοιόχρονων | των | ομοιόχρονων |
| αιτιατική | τους | ομοιόχρονους | τις | ομοιόχρονες | τα | ομοιόχρονα |
| κλητική | ομοιόχρονοι | ομοιόχρονες | ομοιόχρονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ομοιόχρονος < ελληνιστική κοινή ὁμοιόχρονος < αρχαία ελληνική ὅμοιος + χρόνος
Μεταφράσεις
ομοιόχρονος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.