ανισόχρονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανισόχρονος | η | ανισόχρονη | το | ανισόχρονο |
| γενική | του | ανισόχρονου | της | ανισόχρονης | του | ανισόχρονου |
| αιτιατική | τον | ανισόχρονο | την | ανισόχρονη | το | ανισόχρονο |
| κλητική | ανισόχρονε | ανισόχρονη | ανισόχρονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανισόχρονοι | οι | ανισόχρονες | τα | ανισόχρονα |
| γενική | των | ανισόχρονων | των | ανισόχρονων | των | ανισόχρονων |
| αιτιατική | τους | ανισόχρονους | τις | ανισόχρονες | τα | ανισόχρονα |
| κλητική | ανισόχρονοι | ανισόχρονες | ανισόχρονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανισόχρονος < ελληνιστική κοινή ἀνισόχρονος < ἀν- στερητικό (αν-) + ἰσόχρονος < αρχαία ελληνική ἴσος + χρόνος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.niˈso.xɾo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νι‐σό‐χρο‐νος
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.