ισοχρονώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ισοχρονώ < ελληνιστική κοινή ἰσοχρονέω < ἰσόχρονος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ισοχρονώ | ισοχρονούσα | θα ισοχρονώ | να ισοχρονώ | ισοχρονώντας | |
| β' ενικ. | ισοχρονείς | ισοχρονούσες | θα ισοχρονείς | να ισοχρονείς | (ισοχρόνει) | |
| γ' ενικ. | ισοχρονεί | ισοχρονούσε | θα ισοχρονεί | να ισοχρονεί | ||
| α' πληθ. | ισοχρονούμε | ισοχρονούσαμε | θα ισοχρονούμε | να ισοχρονούμε | ||
| β' πληθ. | ισοχρονείτε | ισοχρονούσατε | θα ισοχρονείτε | να ισοχρονείτε | ισοχρονείτε | |
| γ' πληθ. | ισοχρονούν(ε) | ισοχρονούσαν(ε) | θα ισοχρονούν(ε) | να ισοχρονούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ισοχρόνησα | θα ισοχρονήσω | να ισοχρονήσω | ισοχρονήσει | ||
| β' ενικ. | ισοχρόνησες | θα ισοχρονήσεις | να ισοχρονήσεις | ισοχρόνησε | ||
| γ' ενικ. | ισοχρόνησε | θα ισοχρονήσει | να ισοχρονήσει | |||
| α' πληθ. | ισοχρονήσαμε | θα ισοχρονήσουμε | να ισοχρονήσουμε | |||
| β' πληθ. | ισοχρονήσατε | θα ισοχρονήσετε | να ισοχρονήσετε | ισοχρονήστε | ||
| γ' πληθ. | ισοχρόνησαν ισοχρονήσαν(ε) |
θα ισοχρονήσουν(ε) | να ισοχρονήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ισοχρονήσει | είχα ισοχρονήσει | θα έχω ισοχρονήσει | να έχω ισοχρονήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ισοχρονήσει | είχες ισοχρονήσει | θα έχεις ισοχρονήσει | να έχεις ισοχρονήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ισοχρονήσει | είχε ισοχρονήσει | θα έχει ισοχρονήσει | να έχει ισοχρονήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ισοχρονήσει | είχαμε ισοχρονήσει | θα έχουμε ισοχρονήσει | να έχουμε ισοχρονήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ισοχρονήσει | είχατε ισοχρονήσει | θα έχετε ισοχρονήσει | να έχετε ισοχρονήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ισοχρονήσει | είχαν ισοχρονήσει | θα έχουν ισοχρονήσει | να έχουν ισοχρονήσει |
| |
Μεταφράσεις
ισοχρονώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.