ισοχρονία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ισοχρονία | οι | ισοχρονίες |
| γενική | της | ισοχρονίας | των | ισοχρονιών |
| αιτιατική | την | ισοχρονία | τις | ισοχρονίες |
| κλητική | ισοχρονία | ισοχρονίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ισοχρονία θηλυκό
- (αφηγηματολογία) η παρουσίαση των γεγονότων από τον αφηγητή σε ίση χρονική διάρκεια με τον χρόνο που πραγματικά συνέβησαν
- αναχρονία
- ανισοχρονία
Μεταφράσεις
ισοχρονία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.