ίσο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ίσο τα ίσα
      γενική του ίσου των ίσων
    αιτιατική το ίσο τα ίσα
     κλητική ίσο ίσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ίσο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ίσος

Ουσιαστικό

ίσο ουδέτερο

Εκφράσεις

κρατάω το ίσο

  1. (κυριολεκτικά) τραγουδώ τον ήχο του ίσου ψέλνοντας
  2. (μεταφορικά) συμφωνώ συνεχώς

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ίσο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.