ιουλιανά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ιουλιανά < ιουλιαν(ός) + -ά
- ιουλιανά < ουδέτερο του ιουλιανός στον πληθυντικό
Επίρρημα
ιουλιανά
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | ιουλιανά | ||
| γενική | των | ιουλιανών | ||
| αιτιατική | τα | ιουλιανά | ||
| κλητική | ιουλιανά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ιουλιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (πολιτική) η ανώμαλη πολιτική περίοδος μετά από την αποπομπή της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου στις 15 Ιουλίου 1965 και μέχρι την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών
- ≈ συνώνυμα: Αποστασία
- (πολιτική) το ταραχώδες διήμερο 30-31 Ιουλίου 1920, στο οποίο εκτός των άλλων συνέβησαν η απόπειρα δολοφονίας του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Παρίσι και η δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη στην Αθήνα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Ιούλιος
-
ιουλιανά στη Βικιπαίδεια

Κλιτικός τύπος επιθέτου
ιουλιανά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ιουλιανός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.