ικανώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ικανώς < αρχαία ελληνική ἱκανῶς < ἱκανός < ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι < ἵκω / ἱκάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sē̆ik-

Προφορά

ΔΦΑ : /i.kaˈnos/

Ομώνυμα / Ομόηχα

Επίρρημα

ικανώς

  1. με ικανότητα
  2. ικανοποιητικά
  3. αρκετά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.