αδίστακτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδίστακτος | η | αδίστακτη | το | αδίστακτο |
| γενική | του | αδίστακτου | της | αδίστακτης | του | αδίστακτου |
| αιτιατική | τον | αδίστακτο | την | αδίστακτη | το | αδίστακτο |
| κλητική | αδίστακτε | αδίστακτη | αδίστακτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδίστακτοι | οι | αδίστακτες | τα | αδίστακτα |
| γενική | των | αδίστακτων | των | αδίστακτων | των | αδίστακτων |
| αιτιατική | τους | αδίστακτους | τις | αδίστακτες | τα | αδίστακτα |
| κλητική | αδίστακτοι | αδίστακτες | αδίστακτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδίστακτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀδίστακτος (αναμφίβολος) < ἀ- (α- στερητικό) + αρχαία ελληνική διστάζω, θέμα διστακ- + -τος
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈði.sta.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δί‐στα‐κτος
Επίθετο
αδίστακτος, -η, -ο (σχηματίζει τα παραθετικά περιφραστικά)
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.