άποικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | άποικος | οι | άποικοι |
| γενική | του/της του |
αποίκου άποικου |
των | αποίκων |
| αιτιατική | τον/την | άποικο | τους/τις τους |
αποίκους άποικους |
| κλητική | άποικε | άποικοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άποικος < αρχαία ελληνική ἄποικος < ἀπό + οἶκος. Συγχρονικά αναλύεται σε άπ- + οίκος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.pi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐ποι‐κος
Ουσιαστικό
άποικος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.