native
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | native |
| συγκριτικός | more native |
| υπερθετικός | most native |
Επίθετο
native (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) γενέθλιος, μητρικός, που συνδέεται με τον τόπο που γεννήθηκα και έζησα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου
- ↪ native land/city - γενέθλια γη/πόλη
- ↪ our native language - η μητρική μας γλώσσα
- αυτόχθων, γηγενής
- the native Americans
- ντόπιος, ιθαγενής
- που κατέχει κάτι από τη γέννησή του
- native speaker - φυσικός ομιλητής
- (πληροφορική) το εγγενές λογισμικό
- ↪ you might not find native Windows 10 drivers
- ενδέχεται να μην βρείτε εγγενείς οδηγούς συσκευών των Windows 10 (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- ↪ you might not find native Windows 10 drivers
Πηγές
- native - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 184, 551. ISBN 9780194325684., λήμμα: γενέθλιος, μητρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.