ιδιώτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιδιώτης | οι | ιδιώτες |
| γενική | του | ιδιώτη | των | ιδιωτών |
| αιτιατική | τον | ιδιώτη | τους | ιδιώτες |
| κλητική | ιδιώτη | ιδιώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιδιώτης < αρχαία ελληνική ἰδιώτης
Ουσιαστικό
ιδιώτης αρσενικό
- το άτομο χωρίς δημόσια ιδιότητα
- κάθε άτομο, όταν ενεργεί στο πλαίσιο της προσωπικής του ζωής
- ο υπουργός επισκέφθηκε το Μόναχο ως ιδιώτης
Ουσιαστικό
ιδιώτης αρσενικό
- (αντιδάνειο εκ παραφθοράς) άτομο με σοβαρή διανοητική καθυστέρηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.