private
Αγγλικά (en)
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | private |
| συγκριτικός | more private |
| υπερθετικός | most private |
private (en)
- ιδιαίτερος, ιδιωτικός ανήκει ή για χρήση συγκεκριμένου ατόμου ή ομάδας, όχι για δημόσια χρήση
- ↪ a private entrance - μια ιδιαίτερη είσοδος
- ↪ private lessons - ιδιαίτερα μαθήματα
- ↪ private car/plane - ιδιωτικό αυτοκίνητο/αεροπλάνο
- ιδιαίτερος, προορίζεται για ένα συγκεκριμένο άτομο ή ομάδα ανθρώπων, όχι για να το γνωρίζουν οι άνθρωποι γενικά
- ↪ private matters - ιδιαίτερα ζητήματα
- ιδιαίτερος, που δεν θέλετε να το ξέρουν οι άλλοι
- ↪ I have something private to tell you, something that I would like to stay between us.
- Έχω κάτι ιδιαίτερο να σου πω, κάτι που θέλω να μείνει μεταξύ μας.
- ↪ I have something private to tell you, something that I would like to stay between us.
- ιδιωτικός, ανήκει σε μεμονωμένο πρόσωπο ή σε ανεξάρτητη εταιρεία και όχι στο κράτος
- ↪ the private sector of the economy - ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας
- ↪ private clinic - ιδιωτική κλινική
- ↪ private school - ιδιωτικό σχολείο
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ιδιωτικός, δουλεύω για τον εαυτό μου και όχι για το κράτος ή μια εταιρεία
- ↪ private detective - ιδιωτικός ντέντεκτιβ
- ιδιωτικός, που δεν έχει επίσημο χαρακτήρα, που τον κάνει κάποιος ως ιδιώτης
- ↪ private agreement - ιδιωτικό συμφωνητικό
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) οντότητα (μεταβλητή, μέθοδος, κλπ.) που έχει ορισθεί μέσα σε κλάση και είναι προσβάσιμη μόνο μέσα από την κλάση
- → δείτε και τις λέξεις public και protected
- δείτε επίσης: member accessibility στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συνώνυμα
Σύνθετα
Πολυλεκτικοί όροι
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| private | privates |
private (en)
- ο απλός στρατιώτης, που δεν έχει κάποιον βαθμό
-
private στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές
- private - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 382, 384. ISBN 9780194325684., λήμμα: ιδιαίτερος, ιδιωτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.