συμφεροντολόγος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμφεροντολόγος < συμφέρον, συμφεροντ- + -ο- + -λόγος [1]
- και (ουσιαστικοποιημένο)
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμφεροντολόγος | η | συμφεροντολόγα & συμφεροντολόγος |
το | συμφεροντολόγο |
| γενική | του | συμφεροντολόγου | της | συμφεροντολόγας & συμφεροντολόγου |
του | συμφεροντολόγου |
| αιτιατική | τον | συμφεροντολόγο | τη | συμφεροντολόγα & συμφεροντολόγο |
το | συμφεροντολόγο |
| κλητική | συμφεροντολόγε | συμφεροντολόγα & συμφεροντολόγε |
συμφεροντολόγο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμφεροντολόγοι | οι | συμφεροντολόγες & συμφεροντολόγοι |
τα | συμφεροντολόγα |
| γενική | των | συμφεροντολόγων | των | συμφεροντολόγων | των | συμφεροντολόγων |
| αιτιατική | τους | συμφεροντολόγους | τις | συμφεροντολόγες & συμφεροντολόγους |
τα | συμφεροντολόγα |
| κλητική | συμφεροντολόγοι | συμφεροντολόγες & συμφεροντολόγοι |
συμφεροντολόγα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
συμφεροντολόγος, -α/ος, -ο
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συμφεροντολόγος | οι | συμφεροντολόγοι |
| γενική | του | συμφεροντολόγου | των | συμφεροντολόγων |
| αιτιατική | τον | συμφεροντολόγο | τους | συμφεροντολόγους |
| κλητική | συμφεροντολόγε | συμφεροντολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
συμφεροντολόγος αρσενικό (θηλυκό συμφεροντολόγα)
Αναφορές
- συμφεροντολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.