ιδιοτέλεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδιοτέλεια οι ιδιοτέλειες
      γενική της ιδιοτέλειας των ιδιοτελειών
    αιτιατική την ιδιοτέλεια τις ιδιοτέλειες
     κλητική ιδιοτέλεια ιδιοτέλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιδιοτέλεια (μαρτυρείται από το 1836)[1]< ιδιοτελής + -εια < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Eigennutz

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ði.oˈte.li.a/

Ουσιαστικό

ιδιοτέλεια θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 483, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.