ιδεοληψία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιδεοληψία | οι | ιδεοληψίες |
| γενική | της | ιδεοληψίας | των | ιδεοληψιών |
| αιτιατική | την | ιδεοληψία | τις | ιδεοληψίες |
| κλητική | ιδεοληψία | ιδεοληψίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιδεοληψία (μαρτυρείται από το 1897)[1]< ιδεο- + -ληψία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική obsession)[2]
Ουσιαστικό
ιδεοληψία θηλυκό
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σελ. 482, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ιδεοληψία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.