ιδεοληπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιδεοληπτικός | η | ιδεοληπτική | το | ιδεοληπτικό |
| γενική | του | ιδεοληπτικού | της | ιδεοληπτικής | του | ιδεοληπτικού |
| αιτιατική | τον | ιδεοληπτικό | την | ιδεοληπτική | το | ιδεοληπτικό |
| κλητική | ιδεοληπτικέ | ιδεοληπτική | ιδεοληπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιδεοληπτικοί | οι | ιδεοληπτικές | τα | ιδεοληπτικά |
| γενική | των | ιδεοληπτικών | των | ιδεοληπτικών | των | ιδεοληπτικών |
| αιτιατική | τους | ιδεοληπτικούς | τις | ιδεοληπτικές | τα | ιδεοληπτικά |
| κλητική | ιδεοληπτικοί | ιδεοληπτικές | ιδεοληπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ðe.o.li.ptiˈkos/
Συνώνυμα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.