πάσχων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πάσχων
& πάσχοντας
η πάσχουσα το πάσχον
      γενική του πάσχοντος
& πάσχοντα
της πάσχουσας
& πασχούσης*
του πάσχοντος
    αιτιατική τον πάσχοντα την πάσχουσα το πάσχον
     κλητική πάσχων
& πάσχοντα
πάσχουσα πάσχον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πάσχοντες οι πάσχουσες τα πάσχοντα
      γενική των πασχόντων των πασχουσών των πασχόντων
    αιτιατική τους πάσχοντες τις πάσχουσες τα πάσχοντα
     κλητική πάσχοντες πάσχουσες πάσχοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πάσχων < λόγια μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πάσχω, αρχαία ελληνική πάσχων

Μετοχή

πάσχων, -ουσα, -ον

  • (λόγιο) που πάσχει από κάτι
    άλλες μορφές: πάσχοντας

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.