κάποτε

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κάποτε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάποτε < αρχαία ελληνική κἄν + ποτέ. Για τη μετατροπή του κἄν > κα- δείτε καν

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈka.po.te/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάποτε

Επίρρημα

κάποτε (χρονικό επίρρημα)

  1. κάποια στιγμή, κάποια χρονική περίοδο (στο παρελθόν ή στο μέλλον)
  2. κάποιες φορές
  3. άλλοτε

  • οκάποτε

Μεταφράσεις

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κάποτε < αρχαία ελληνική κἄν + ποτέ. Για τη μετατροπή του κἄν > κα- δείτε καν

Επίρρημα

κάποτε (χρονικό επίρρημα)

  1. κάποτε (στο παρελθόν ή στο μέλλον)
  2. πότε πότε, μερικές φορές

  • κάποτες
  • ὁκάμποτε
  • ὁκάποτε
  • ὁκαποτέ
  • ὁκάποτες
  • ὁκάποτις
  • οὐκάποτε (Χρειάζεται επεξεργασία)
  • οὐκάποτες

Συγγενικά

  • καποτεσινός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.