ψυχαναγκασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψυχαναγκασμός | οι | ψυχαναγκασμοί |
| γενική | του | ψυχαναγκασμού | των | ψυχαναγκασμών |
| αιτιατική | τον | ψυχαναγκασμό | τους | ψυχαναγκασμούς |
| κλητική | ψυχαναγκασμέ | ψυχαναγκασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /psi.xa.naŋ.ɡaˈzmos/
Ουσιαστικό
ψυχαναγκασμός αρσενικό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.