ιδεασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιδεασμός | οι | ιδεασμοί |
| γενική | του | ιδεασμού | των | ιδεασμών |
| αιτιατική | τον | ιδεασμό | τους | ιδεασμούς |
| κλητική | ιδεασμέ | ιδεασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ιδεασμός αρσενικό
- (ψυχολογία) ο σχηματισμός έμμονων ιδεών και σκέψεων που (συνήθως) κατατρύχουν κάποιο άτομο
Πολυλεκτικοί όροι
- αυτοκτονικός ιδεασμός: ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική suicidal ideation)
- παρανοϊκός ιδεασμός: ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική paranoid ideation)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.