ιδεασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιδεασμός οι ιδεασμοί
      γενική του ιδεασμού των ιδεασμών
    αιτιατική τον ιδεασμό τους ιδεασμούς
     κλητική ιδεασμέ ιδεασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιδεασμός < ιδεάζω + -μός < ιδέα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ideation < ideate < idea < λατινικά idea < αρχαία ελληνική ἰδέα < εἴδω)

Ουσιαστικό

ιδεασμός αρσενικό

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.