κατατρύχω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
κατατρύχω
<
αρχαία ελληνική
κατατρύχω
Ρήμα
κατατρύχω
κάνω κάποιον να υποφέρει,
βασανίζω
,
ταλαιπωρώ
υπερβολικά κάποιον
Συγγενικά
κατατρύχομαι
Μεταφράσεις
κατατρύχω
γαλλικά
:
tourmenter
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.