αυτοκτονικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοκτονικός η αυτοκτονική το αυτοκτονικό
      γενική του αυτοκτονικού της αυτοκτονικής του αυτοκτονικού
    αιτιατική τον αυτοκτονικό την αυτοκτονική το αυτοκτονικό
     κλητική αυτοκτονικέ αυτοκτονική αυτοκτονικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοκτονικοί οι αυτοκτονικές τα αυτοκτονικά
      γενική των αυτοκτονικών των αυτοκτονικών των αυτοκτονικών
    αιτιατική τους αυτοκτονικούς τις αυτοκτονικές τα αυτοκτονικά
     κλητική αυτοκτονικοί αυτοκτονικές αυτοκτονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυτοκτονικός (νεολογισμός) < αυτοκτον(ία) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική suicidal[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.fto.kto.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυτοκτονικός

Επίθετο

αυτοκτονικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την αυτοκτονία ή αναφέρεται σ’ αυτή
      Ο λόγος για τον αυτοκτονικό µονόλογο του Αίαντα στην οµώνυµη τραγωδία του Σοφοκλή, που ζήλεψε ο Αλεξανδρινός[ο Καβάφης, ποίημα] τον τελευταίο του στίχο (Τα δ’ άλλα εν Αδου τοις κάτω µυθήσοµαι)[Σοφοκλής, Αίας, 865], επιγράφοντας µ’ αυτόν το οψιµότερο αρχαιόθεµο ποίηµά του[ποίημα], χρονολογηµένο τον Φεβρουάριο του 1913.
    Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, «Αίας αυτοκτονικός» @tovima.gr, 2011.11.06
  2. (προφορικό, για άνθρωπο) που έχει τάση για αυτοκτονία
    είναι αυτοκτονικός τύπος χρειάζεται παράθεμα

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αυτοκτονικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.