θεοσοφισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θεοσοφισμός | οι | θεοσοφισμοί |
| γενική | του | θεοσοφισμού | των | θεοσοφισμών |
| αιτιατική | τον | θεοσοφισμό | τους | θεοσοφισμούς |
| κλητική | θεοσοφισμέ | θεοσοφισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θεοσοφισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική theosophism < theosophy < ελληνιστική κοινή θεοσοφία + -ισμός < αρχαία ελληνική θεός + σοφία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /θe.o.si.fiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ο‐σο‐φι‐σμός
Ουσιαστικό
θεοσοφισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία, θρησκεία) κάθε διδασκαλία θρησκευτικής φιλοσοφίας και μυστικισμού που υποστηρίζει ότι η γνώση του Θεού μπορεί να επιτευχθεί μέσω μυστικιστικής διορατικότητας και πνευματικής έκστασης και ότι είναι δυνατή η άμεση επικοινωνία με τον υπερβατικό κόσμο
Συγγενικά
- θεοσοφία
- θεοσοφικός
- θεοσοφιστής
- θεοσοφιστικός
- θεόσοφος
- θεοσοφώ
- θεοσόφως
- → και δείτε τις λέξεις θεός και σοφία
-
Theosophism στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- θεοσοφισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.