θεοσοφιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεοσοφιστής οι θεοσοφιστές
      γενική του θεοσοφιστή των θεοσοφιστών
    αιτιατική τον θεοσοφιστή τους θεοσοφιστές
     κλητική θεοσοφιστή θεοσοφιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεοσοφιστής < θεοσοφισ(μός) + -τής

Ουσιαστικό

θεοσοφιστής αρσενικό (θηλυκό θεοσοφίστρια)

Μεταφράσεις

Πηγές

  • «θεοσοφισμός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.