θεοσοφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεοσοφία οι θεοσοφίες
      γενική της θεοσοφίας των θεοσοφιών
    αιτιατική τη θεοσοφία τις θεοσοφίες
     κλητική θεοσοφία θεοσοφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεοσοφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική theosophy < ελληνιστική κοινή θεοσοφία < αρχαία ελληνική θεός + σοφία[1], μορφολογικά αναλύεται θεο- + -σοφία

Προφορά

ΔΦΑ : /θe.o.soˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θεοσοφία

Ουσιαστικό

θεοσοφία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.