θεοσοφιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεοσοφιστικός η θεοσοφιστική το θεοσοφιστικό
      γενική του θεοσοφιστικού της θεοσοφιστικής του θεοσοφιστικού
    αιτιατική τον θεοσοφιστικό τη θεοσοφιστική το θεοσοφιστικό
     κλητική θεοσοφιστικέ θεοσοφιστική θεοσοφιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεοσοφιστικοί οι θεοσοφιστικές τα θεοσοφιστικά
      γενική των θεοσοφιστικών των θεοσοφιστικών των θεοσοφιστικών
    αιτιατική τους θεοσοφιστικούς τις θεοσοφιστικές τα θεοσοφιστικά
     κλητική θεοσοφιστικοί θεοσοφιστικές θεοσοφιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θεοσοφιστικός < θεοσοφιστ(ής) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /θe.o.so.fi.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θεοσοφιστικός

Επίθετο

θεοσοφιστικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.