θαυματοποιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θαυματοποιός | οι | θαυματοποιοί |
| γενική | του | θαυματοποιού | των | θαυματοποιών |
| αιτιατική | τον | θαυματοποιό | τους | θαυματοποιούς |
| κλητική | θαυματοποιέ | θαυματοποιοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θαυματοποιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θαυματοποιός[1] < θαῦμα + ποιῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /θav.ma.to.piˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θαυ‐μα‐το‐ποι‐ός
Ουσιαστικό
θαυματοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- που κάνει θαύματα
- που δίνει παραστάσεις παρουσιάζοντας εντυπωσιακά θεάματα ή τεχνάσματα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- θαυματοποιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
θαυματοποιός -ός -όν
- που κάνει θαύματα ή αξιοθαύμαστα έργα
- ※ εἰ δὲ παράδοξα ἔπαθε͵ μὴ ἀπιστήσητε· θαυματοποιοὶ γὰρ οἱ ὄνειροι. (Λουκιανός, Περὶ τοῦ ἐνυπνίου 14.11-12)
Ουσιαστικό
θαυματοποιός αρσενικό
- που εκτελεί εντυπωσιακά τεχνάσματα
- ※ σκώπτοντος Ἀττικοῦ τινος τὰς Λακωνικὰς μαχαίρας εἰς τὴν μικρότητα͵ καὶ λέγοντος ὅτι ῥᾳδίως αὐτὰς οἱ θαυματοποιοὶ καταπίνουσιν ἐν τοῖς θεάτροις (Πλούταρχου, Λυκοῦργος, 19.2
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.