θαυμάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θαυμάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θαυμάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /θavˈma.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θαυ‐μά‐ζω
Ρήμα
θαυμάζω, αόρ.: θαύμασα, παθ.φωνή: θαυμάζομαι, π.αόρ.: θαυμάστηκα
- εντυπωσιάζομαι με κάτι ή κάποιον, μένω έκθαμβος, αισθάνομαι θαυμασμό
- παρατηρώ προσεκτικά
- (μεταφορικά) εκπλήσσομαι, απορώ
- ↪ θαυμάζω το κουράγιο του, τη γενναιότητά του
- ↪ Θαυμάζω το θράσος σου! Απορώ και εξανίσταμαι μ' αυτά που ακούω να ξεστομίζεις! (μειωτικά)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | θαυμάζω | θαύμαζα | θα θαυμάζω | να θαυμάζω | θαυμάζοντας | |
| β' ενικ. | θαυμάζεις | θαύμαζες | θα θαυμάζεις | να θαυμάζεις | θαύμαζε | |
| γ' ενικ. | θαυμάζει | θαύμαζε | θα θαυμάζει | να θαυμάζει | ||
| α' πληθ. | θαυμάζουμε | θαυμάζαμε | θα θαυμάζουμε | να θαυμάζουμε | ||
| β' πληθ. | θαυμάζετε | θαυμάζατε | θα θαυμάζετε | να θαυμάζετε | θαυμάζετε | |
| γ' πληθ. | θαυμάζουν(ε) | θαύμαζαν θαυμάζαν(ε) |
θα θαυμάζουν(ε) | να θαυμάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | θαύμασα | θα θαυμάσω | να θαυμάσω | θαυμάσει | ||
| β' ενικ. | θαύμασες | θα θαυμάσεις | να θαυμάσεις | θαύμασε | ||
| γ' ενικ. | θαύμασε | θα θαυμάσει | να θαυμάσει | |||
| α' πληθ. | θαυμάσαμε | θα θαυμάσουμε | να θαυμάσουμε | |||
| β' πληθ. | θαυμάσατε | θα θαυμάσετε | να θαυμάσετε | θαυμάστε | ||
| γ' πληθ. | θαύμασαν θαυμάσαν(ε) |
θα θαυμάσουν(ε) | να θαυμάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω θαυμάσει | είχα θαυμάσει | θα έχω θαυμάσει | να έχω θαυμάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις θαυμάσει | είχες θαυμάσει | θα έχεις θαυμάσει | να έχεις θαυμάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει θαυμάσει | είχε θαυμάσει | θα έχει θαυμάσει | να έχει θαυμάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε θαυμάσει | είχαμε θαυμάσει | θα έχουμε θαυμάσει | να έχουμε θαυμάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε θαυμάσει | είχατε θαυμάσει | θα έχετε θαυμάσει | να έχετε θαυμάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν θαυμάσει | είχαν θαυμάσει | θα έχουν θαυμάσει | να έχουν θαυμάσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | θαυμάζομαι | θαυμαζόμουν(α) | θα θαυμάζομαι | να θαυμάζομαι | ||
| β' ενικ. | θαυμάζεσαι | θαυμαζόσουν(α) | θα θαυμάζεσαι | να θαυμάζεσαι | ||
| γ' ενικ. | θαυμάζεται | θαυμαζόταν(ε) | θα θαυμάζεται | να θαυμάζεται | ||
| α' πληθ. | θαυμαζόμαστε | θαυμαζόμαστε θαυμαζόμασταν |
θα θαυμαζόμαστε | να θαυμαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | θαυμάζεστε | θαυμαζόσαστε θαυμαζόσασταν |
θα θαυμάζεστε | να θαυμάζεστε | (θαυμάζεστε) | |
| γ' πληθ. | θαυμάζονται | θαυμάζονταν θαυμαζόντουσαν |
θα θαυμάζονται | να θαυμάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | θαυμάστηκα | θα θαυμαστώ | να θαυμαστώ | θαυμαστεί | ||
| β' ενικ. | θαυμάστηκες | θα θαυμαστείς | να θαυμαστείς | θαυμάσου | ||
| γ' ενικ. | θαυμάστηκε | θα θαυμαστεί | να θαυμαστεί | |||
| α' πληθ. | θαυμαστήκαμε | θα θαυμαστούμε | να θαυμαστούμε | |||
| β' πληθ. | θαυμαστήκατε | θα θαυμαστείτε | να θαυμαστείτε | θαυμαστείτε | ||
| γ' πληθ. | θαυμάστηκαν θαυμαστήκαν(ε) |
θα θαυμαστούν(ε) | να θαυμαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω θαυμαστεί | είχα θαυμαστεί | θα έχω θαυμαστεί | να έχω θαυμαστεί | θαυμασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις θαυμαστεί | είχες θαυμαστεί | θα έχεις θαυμαστεί | να έχεις θαυμαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει θαυμαστεί | είχε θαυμαστεί | θα έχει θαυμαστεί | να έχει θαυμαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε θαυμαστεί | είχαμε θαυμαστεί | θα έχουμε θαυμαστεί | να έχουμε θαυμαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε θαυμαστεί | είχατε θαυμαστεί | θα έχετε θαυμαστεί | να έχετε θαυμαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν θαυμαστεί | είχαν θαυμαστεί | θα έχουν θαυμαστεί | να έχουν θαυμαστεί | ||
Μεταφράσεις
Πηγές
- θαυμάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | θαυμάζω | θαυμάζομαι |
| Παρατατικός | ἐθαύμαζον | ἐθαυμαζόμην |
| Μέλλοντας | θαυμάσω | θαυμάσομαι & θαυμασθήσομαι |
| Αόριστος | ἐθαύμασα | ἐθαυμασάμην & ἐθαυμάσθην |
| Παρακείμενος | τεθαύμακα | τεθαύμασμαι |
| Υπερσυντέλικος | ||
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
θαυμάζω < θαῦμ(α) + -άζω (το ρήμα θεωρείται ότι είχε και παράλληλους τύπους θαμβαίνω και θαμβέω / θαμβῶ < θάμβος)
Ρήμα
θαυμάζω
- μένω έκθαμβος
- (+ αιτιατική για καλό) τιμώ, σέβομαι
- (+ αιτιατική για κακό) εκπλήσσομαι, απορώ
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 5, 8.25
- ἀλλὰ γάρ, ἔφη, θαυμάζω ὅτι εἰ μέν τινι ὑμῶν ἀπηχθόμην, μέμνησθε καὶ οὐ σιωπᾶτε, εἰ δέ τῳ ἢ χειμῶνα ἐπεκούρησα ἢ πολέμιον ἀπήρυξα ἢ ἀσθενοῦντι ἢ ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι, τούτων δὲ οὐδεὶς μέμνηται,
- Απορώ όμως, πρόσθεσε, που αν έγινα σε μερικούς από σας μισητός, το θυμάστε και το διηγείστε, ενώ αν προφύλαξα κανέναν από το κρύο ή αν έδιωξα εχθρό από κοντά του ή αν του προμήθεψα κάτι, όταν ήταν άρρωστος ή όταν είχε ανάγκη, αυτά δεν τα θυμάται κανένας.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἀλλὰ γάρ, ἔφη, θαυμάζω ὅτι εἰ μέν τινι ὑμῶν ἀπηχθόμην, μέμνησθε καὶ οὐ σιωπᾶτε, εἰ δέ τῳ ἢ χειμῶνα ἐπεκούρησα ἢ πολέμιον ἀπήρυξα ἢ ἀσθενοῦντι ἢ ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι, τούτων δὲ οὐδεὶς μέμνηται,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 5, 8.25
Συνώνυμα
Σύνθετα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη θαῦμα
Πηγές
- θαυμάζω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- θαυμάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θαυμάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.