θαυμαστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θαυμαστός η θαυμαστή το θαυμαστό
      γενική του θαυμαστού της θαυμαστής του θαυμαστού
    αιτιατική τον θαυμαστό τη θαυμαστή το θαυμαστό
     κλητική θαυμαστέ θαυμαστή θαυμαστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θαυμαστοί οι θαυμαστές τα θαυμαστά
      γενική των θαυμαστών των θαυμαστών των θαυμαστών
    αιτιατική τους θαυμαστούς τις θαυμαστές τα θαυμαστά
     κλητική θαυμαστοί θαυμαστές θαυμαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θαυμαστός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θαυμαστός ρηματικό επίθετο σε -τος από το ρήμα θαυμάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /θav.maˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θαυμαστός

Επίθετο

θαυμαστός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

θαυμαστός < (θαυμάζω) θαυμασ- -τος (ρηματικό επίθετο)

Επίθετο

θαυμαστός, -ή, -όν

Παράγωγα

  • θαυμαστῶς

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.