θαυμάστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θαυμάστρια οι θαυμάστριες
      γενική της θαυμάστριας των θαυμαστριών
    αιτιατική τη θαυμάστρια τις θαυμάστριες
     κλητική θαυμάστρια θαυμάστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θαυμάστρια < θαυμαστής + -τρια

Ουσιαστικό

θαυμάστρια θηλυκό

 δείτε τη λέξη  θαυμαστής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.