θαυματουργώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θαυματουργώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

θαυματουργώ

  1. κάνω θαύματα
  2. δημιουργώ κάτι το αξιοθαύμαστο, κάτι που ξεπερνά κάθε προσδοκία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.